- προσκόμματα
- πρόσκομμαstumbleneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντικόβω — κ. κόφτω κ. σκόφτω (Α ἀντικόπτω, Μ ἀντικόφτω, σκόφτω) 1. διακόπτω κάποιον που μιλά, τον σταματώ για να μιλήσω εγώ 2. δημιουργώ προσκόμματα, εμποδίζω μσν. νεοελλ. διακόπτω αρχ. 1. αντικρούω, απωθώ, αντιστέκομαι 2. προβάλλω αντιρρήσεις 3. πνέω… … Dictionary of Greek
κωλυσιεργός — ό(ν) (Α κωλυσιεργός, όν) αυτός που προβάλλει προσκόμματα στη συντέλεση ενός έργου, αυτός που εφαρμόζει κωλυσιεργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ ις) + εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο εργός, ανεν εργός. Σύνθ. τού τύπου… … Dictionary of Greek
περιπλέκω — ΝΜΑ 1. πλέκω κάτι γύρω από κάτι άλλο, περιβάλλω κάτι πλέκοντας (α. «ούτε κισσός, π αναίσθητος την πέτρα περιπλέκει, ούτ αστραπή που σβήνεται χωρίς αστροπελέκι», Βαλαωρ. β. «περιπλέξητε αὐτοῑς τὰ σκέλη περὶ τὴν γαστέρα», Λουκιαν.) 2. (η μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
προσκόπτω — ΝΜΑ [κόπτω] προσκρούω, συνήθως με τα πόδια, επάνω σε ένα αντικείμενο, σκοντάφτω νεοελλ. μτφ. συναντώ προσκόμματα, εμπόδια, αδυνατώ να προχωρήσω εξαιτίας δυσχερειών που παρεμβάλλονται στην προσπάθειά μου (α. «η επιχείρηση προσκόπτει στην… … Dictionary of Greek
πρόσκομμα — όμματος, το, ΝΑ [προσκόπτω] 1. καθετί πάνω στο οποίο προσκρούει ή σκοντάφτει κανείς, εμπόδιο, κώλυμα (α. «η αντιπολίτευση προβάλλει προσκόμματα στο έργο τής κυβέρνησης» β. «καὶ οὐχ ὡς λίθου προσκόμματι συναντήσεσθε», ΠΔ.) αρχ. 1. εκκλ. αφορμή για … Dictionary of Greek
σκανδαλώδης — ες / σκανδαλώδης, ῶδες, ΝΜΑ [σκάνδαλον] αυτός που βάζει σε πειρασμό, που σκανδαλίζει νεοελλ. αυτός που προκαλεί το δημόσιο αίσθημα, τη γενική αποδοκιμασία και κατάκριση (α. «σκανδαλώδης επέμβαση» β. «σκανδαλώδης συμπεριφορά») μσν. αρχ. αυτός που… … Dictionary of Greek
Κιργισία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κιργισίας Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κιργισίας (1936 90) Έκταση: 198.500 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.822.166 (2001) Πρωτεύουσα: Μπισκέκ (762.308 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… … Dictionary of Greek
απρόσκοπτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε σκοντάφτει, που δε συναντά προσκόμματα, εμπόδια: Ως τη στιγμή αυτή οι διαπραγματεύσεις γίνονται απρόσκοπτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόσκομμα — το, ατος εμπόδιο, κώλυμα, πρόφαση: Κατά την υπογραφή του συμβολαίου ο ένας έφερε προσκόμματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)